- ἐπιτακτήρ
- ἐπιτακ-τήρ, ῆρος, ὁ, = sq., X.Cyr.2.3.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιτακτήρ — ἐπιτακτήρ, ὁ (Α) [επιτάσσω] αυτός που δίνει εντολές («τοῑς μὴ θέλουσιν ἑαυτοῑς προστάττειν ἐκπονεῑν τἀγαθά ἄλλους αὐτοῑς ἐπιτακτῆρας δίδωσι [ό θεός]», Ξεν.) … Dictionary of Greek
ἐπιτακτῆρας — ἐπιτακτήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτάκτης — ἐπιτάκτης, ό (AM) [επιτάσσω] μσν. αυτός που διατάσσει, ο επιτακτήρ αρχ. επιτακτικός, δεσποτικός (ως μετφρ. τού λατ. imperiosus) … Dictionary of Greek